Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Λουλούδι του πόνου
στο φρέσκο χώμα της καρδιάς μας φυτρωμένο
και γιασεμί λευκό στον κήπο που νυχτώνει.
Γιατί γυρεύουμε νερό σε πηγές
που δεν τις έχουνε ανακαλύψει ακόμα;
Γιατί ταξιδεύουμε σε παρθένα πέλαγα
τραγουδώντας με τη φλογέρα μιας άλλης εποχής
πολύ μπροστά από τους ανθρώπους;
Γιατί κρατάμε τον ήλιο στα μάτια μας
και μετράμε στα βήματα της αγάπης τα βήματά μας
που δεν μπορούν να κάνουν πίσω;
Με τα μαχαίρια μιας αυγής μαρμαρωμένης στα μάτια μας
κοιτάζουμε τα παγωμένα χέρια
που πασχίζουν μες στις φωτιές του δειλινού ν’ αγγίξουν το νερό.
Τα χέρια μας που δεν είναι άλλο από δυο πουλιά
δυο μεγάλα παράξενα πουλιά
μετέωρα πάνω απ’ την αγωνία του κόσμου.

ΘΥΣΙΑ

Σαν το νερό θα πιω απ’ τα χείλη σου τον πόνο
σαν το κρασί την άγια σου καρδιά.
Ικέτης με τα ρούχα μου σκισμένα
στη στράτα του βοριά θ’ ανηφορίσω
στον άδειο σου βωμό
και θύτης τη σκοτεινή μου μοίρα θα προσφέρω
να εξαγνιστεί η ζωή μου
και το θαύμα να λειτουργήσει πάλι μες στη νύχτα
σαν την αρχέγονη φωτιά.

ΞΥΠΝΗΣΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
Ξύπνησα μέσα σου όπως ξυπνάει
ο Μάης μες στην άνοιξη
μ’ έκσταση κι ευφορία
κι είναι πρωί γιατί ακούω
τα βήματα του ήλιου που ανεβαίνει
μέσα στα σώματά μας κι ανατέλλει
ανάβοντας γιορταστικά τη λεύκα της αγάπης.

ΠΟΘΗΣΑ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Παραμόνεψα της τσιγγάνας νύχτας το πέρασμα
απ’ τις συμπληγάδες του ήλιου
ξετυλίγοντας τα φωτεινά μου όνειρα
στη σκοτεινή ποδιά της.
Κανάκεψα τ’ αστέρια της.
Θέρισα τις φωνές των μουσικών ανέμων της.
Μεγάλωσα με την πανσέληνο στα χέρια.
Έριξα πετονιά στον ήλιο απ’ την κορφή της πούλιας.
Σημάδεψα ένα δρόμο να περάσουν τα πουλιά.
Πόθησα το ξημέρωμα μιας μέρας ασυννέφιαστης
στα μάτια των ανθρώπων.

ΟΤΑΝ Η ΑΥΓΗ

Όταν η αυγή χαμηλωμένη
πάνω στις στέγες τις παλιές σέρνει την πάχνη
σέρνει τα σύννεφα του ύπνου
και τη φωνή του πετεινού
σπάζει η πέτρα που πλακώνει
στο στήθος μου τη μοναξιά
κι ένα μικρό αστέρι
κατοικημένο από τα λόγια σου
πέφτει μες την αυλή μου και σκορπίζει.
Φλεγόμενες χρυσές πυγολαμπίδες
μες στο πηγάδι που θα σκύψω
να πιω τ’ αθάνατο νερό.

ΕΝΑ ΤΑΜΑ

Πατώντας αλαφρά να μην ταράξω
τη μυστική γαλήνη των νερών
πέρασα το ποτάμι.
Ο κάμπος ήτανε πλατύς,
με καρτερούσε μια κορυφή χαμένη μες στα σύννεφα
κι όλα τα πεύκα με το χρυσό ρετσίνι τους για το κρασί μου.
Χυμός και λάμψη αέρινη και ήχος
μες στο γκρεμό που κρύβει το χρυσάφι του
από τα μάτια του ήλιου.
Η καλοσύνη μου μετριέται με το βλέμμα
της πέτρας που έγινε άγαλμα και σε κοιτάζει.
Η αγάπη μου με την πηγή
που βρήκες μες στους βράχους
κι είναι δική σου ολόκληρη
ένα τάμα
για μια τριανταφυλλιά που δάκρυσε
στη μέση του χειμώνα
όταν την άγγιξε ο βοριάς κι άνθισε σαν κορίτσι.

Τ΄ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ

Είχαμε γόνιμο φθινόπωρο εφέτος.
Ήρθανε ήσυχες βροχές δίχως χαλάζι.
Το γέννημα που σπείραμε στο φρέσκο χώμα
μεγάλωσε πολύ και τώρα έχει χλοΐσει
ως πέρα τον ορίζοντα ο κάμπος της καρδιάς μας.
Θα ΄ναι η συγκομιδή το θεριστή μεγάλη
και πλούσια η καρποφορία των φυτών.
Θα ΄χει πολλή τροφή για τα όνειρά μας
τα καλοκαιρινά που θα ιππεύουν
τ’ άλογα του Ιουνίου που τρελαθήκαν
μέσα στο κάμα και καλπάζουν
στις πέτρινες βουνοσειρές
με τα σπιρούνια του ήλιου
στα ιδρωμένα τους πλευρά.
Θα ΄χει μεγάλες πυρκαγιές τούτο το καλοκαίρι.

ΓΟΝΙΜΗ ΧΑΡΑΥΓΗ

Γόνιμη χαραυγή επάνω σε φτερά λευκών ανέμων.
Εδώ τελειώνει το σιωπηλό νυχτερινό ταξίδι
κι η μουσική απ’ τα χόρτα υψώνεται
αποχαιρετώντας
το άλογο που κάλπασε
στον κάμπο όλη τη μέρα
κι έγειρε ν’ αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της νύχτας.
Η αγουροξυπνημένη μέρα κατεβαίνει
καβάλα στον αυγερινό χωρίς μαντίλι
τις βουερές πλαγιές του έρωτά σου.
Αγαπημένη δε θυμάσαι
το χτεσινό μεθύσι μες στην άμμο
κι όπως ο ήλιος σ’ έχει πάρει ψυχή και σώμα,
φως του πρωινού
μ’ έχεις ξεχάσει σιωπηλό και διψασμένο
να σκύβω πάνω απ’ τους γκρεμούς.

Μ’ ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΑΠΟ ΑΙΜΑ

Γελούσες κι η φωτιά σε τυραννούσε.
Έπινε η πέτρα στάλα-στάλα τον καρπό
κι απ’ τον μυχό της λησμονιάς σήκωνε το φεγγάρι
της νοσταλγίας τ’ αχνοκίτρινα πανιά.
΄Ο,τι αγαπήσαμε μέσα στη νύχτα αυτή
σαν δέντρο θα λυγίσει
και την αυγή ο ανίδεος ήλιος
θα βγει να κάψει τα κουρέλια του ονείρου.
Ανώφελη χαρά λειψή μετάνοια
αίσθημα σκουριασμένο απ’ τον καιρό
άγρια πέτρα
πρόσωπο καρφωμένο στον καθρέφτη
της πιο πικρής ζωής.
Θα βγω απ’ το ρούχο της αγάπης
όταν βροντήξει ο κεραυνός
κι ανοίξει το κεφάλι μου στα δύο
και γίνει ο κόσμος ξαφνικά
μια μπάλα χιόνι που κυλάει στην πλαγιά.
Είναι μια λίμνη σκοτεινή κι όλα τα πλοία βυθισμένα.
Μα την αυγή η μουσική όλα θα τ’ αλλάξει
και μεις θα περπατήσουμε περήφανοι και νέοι
γυμνοί μ’ ένα χαμόγελο από αίμα
πάνω στ’ αγκάθια της καινούργιας μέρας.

ΣΤΗΝ ΚΑΜΑΡΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ

Μιλούσαν τα νερά.
Τρεμόπαιζαν τα φύλλα.
Γνώριμοι άνεμοι σφυρίζαν στα κοχύλια
κι η σκέψη μου πρασίνιζε όπως οι γύρω λόφοι.
Έμπαινα κι έβγαινα σ’ αυτόν τον κόσμο
με μια ευκολία εύλογη
όπως ο γέρος κηπουρός στον κήπο της αυλής του
όπως η πρώτη άνοιξη στην κάμαρα της κόρης.
Χέρια τρεμάμενα, μαλλιά λυμένα.
Με δόρυ κατακόκκινο η άνοιξη
στην κάμαρα της κόρης
και τα σεντόνια σύννεφα κι άγγελοι μεθυσμένοι.
Μηλιά που πάλλεται, πλαγιά που θάλλει.
Πηγή που δείχνει την πληγή της.
Έμπαινα κι έβγαινα σ’ αυτόν τον κόσμο
με μια ευκολία εύλογη χωρίς κανένα κρίμα
όπως ο πρώτος άνθρωπος
στο φως του παραδείσου.

ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ

Πέρασαν μέρες κι έγιναν τα χέρια μας αδέλφια
χτίζοντας τ’ όνειρο στο φως που ΄χει χιμήξει
απ’ τα μεγάλα μάτια μας.
Τα σώματά μας πλοία που ταξιδεύουνε στον πόντο που σπαράζει
από πνοές ερωτικές ανέγνωρων ανέμων. ή τηλεσκόπια στ’ αλώνι ενός βουνού
απ’ όπου οι τολμηροί ορειβάτες
οι γενναίοι των συγκινήσεων του ύψους εραστές
μπορούν μια νύχτα του Γενάρη
να γεωμετρήσουν το άπειρο
κι απλώνοντας τα χέρια
να σπείρουν μες στα σύμπαντα
το σπέρμα που ευωδιάζει.

ΤΩΡΑ

Τώρα που ο άνεμος στυγνός
κουρέλιασε και το στερνό όνειρό σου.
Τώρα που η κίτρινη βροχή
μούσκεψε τη στερνή σου ελπίδα
κι η μούχλα του καιρού απλώνεται
σαν μια νωπή κηλίδα αίμα.
Στα σύρματα της χαραυγής
μικρό πουλί πιασμένο
σπέρμα της νιότης μυστικό
χαρά γυμνή κρυμμένη.
Τώρα που ανάβουν οι φωτιές
μιας άνοιξης καινούργιας
σφίξε ξανά το χέρι μου
και στάσου πιο κοντά μου.

ΔΙΑΥΓΕΙΑ

Διαύγεια κι ορίζοντες ανοιχτοί
υποδέχονται το χαρμόσυνο βλέμμα σου.
Τέμνεις τον ουρανό και τον χρόνο Αθώα
κι η αμοιβή σου τραγούδι.
Και… μοίρασε τώρα το χρυσάφι
του φεγγαριού και του ήλιου
να πιούμε εμείς το νερό
να μιλήσουμε φίλοι της θάλασσας
που ημέρεψε.
Η μνήμη δεν είναι βουνό
μα νησί που φανερώθηκε την αυγή
όταν τα περιστέρια σου μπήκαν
απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στο σπίτι.

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Σου ΄γραψα ένα ποίημα
σε λευκό χαρτί με κόκκινο μελάνι
΄Υστερα το ΄καψα
και σκόρπισα τη στάχτη του
στο σιωπηλό βοριά.

Κι ακούω κάθε πρωί τα λόγια του
στο στόμα των πουλιών
που χαιρετάνε με τιτιβίσματα γλυκά και τρίλιες
τη νέα μέρα που ανατέλλει.

Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

Ο ουρανός χαράζεται.
Χάσμα, κραυγή κι αστέρια.
Ο ερωτισμός του σύμπαντος
μες στο γυμνό κορμί σου.

ΠΥΚΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

Πυκνό απόγευμα γεμάτο δέντρα.
Ύστερ’ απ’ τη βροχή
φρεσκοπλυμένος ουρανός κοιτάζει
μ’ απέραντη στοργή τα μάτια μου
που’ ναι γαλάζια.
Βλέπεις πως έχω αφυπνιστεί
και σ’ αγκαλιάζω
με μια καινούργια δύναμη.
Μαζί έχουμε ανεβάσει
στο πρόσωπό μας τη χαρά.
Χαμογελάμε.
Παίζουμε με τη σκέψη μας
που εγκυμονεί τραγούδια.
Μπορούμε να διαβάσουμε στα χέρια μας το μέλλον.


ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΙ ΗΧΟΙ



ΒΡΟΧΗ

Έκανα να μιλήσω ενάντια στη σιωπή
κι ο κεραυνός έσκασε δίπλα μου σαν ρόδι
πήρε το σώμα μου ο ουρανός σιμά του
κι όλη τη μέρα έβρεχε αγάλματα στην πόλη.

ΣΙΩΠΗ

Τα κυπαρίσσια δεν μιλάνε
κι ας έχουν τις ρίζες τους βυθισμένες
σε κόκαλα σοφών ανθρώπων.

ΓΝΩΣΗ

Αν κατέχω τα ένστικτα της θάλασσας
είναι γιατί κολύμπησα
ώρες πολλές γυμνός μέσα στην αγκαλιά της.

ΑΓΝΟΙΑ

Μήπως ο κυνηγός γνωρίζει
πόσα ταξίδια κάναν τα πουλιά
πάνω από θάλασσες βουνά και δάση
για να ΄ρθουν να πεθάνουνε μες στην αυλή του;

ΠΤΩΣΗ
Της πλάνης πυροβόλησα την ερημιά
του πόνου άναψα τη λεύκα.
Mε την αιχμή της αθωότητας πολέμησα
την αμαρτία της μοναξιάς
κι έπεσα μόνος.

ΔΙΚΑΙΩΣΗ

Εμείς αφήνουμε τις λέξεις να πετάνε
σαν τρυφερά πρωτόπειρα σπουργίτια
στο φως της άνοιξης που λάμπει
ή σαν μαστίγια μαύρα που χαράζουν
βαθιά σημάδια στο χοντρό πετσί της ιστορίας.

H ΛΕΞΗ

Η λέξη κύλησε σαν μια μικρή σταγόνα
καλοκαιριάτικης βροχής
στα δάχτυλα της πέτρας.
Βρήκε τη φλέβα μια στιγμή
κι άνθισε ένα τραγούδι.
Μετά η σιωπή στεφάνωσε
μ’ αγκάθια το κεφάλι
του φεγγαριού που κράταγα
μ’ ευλάβεια στα χέρια.
Κι όπως τρεχούμενη χαρά
περνά κι αφήνει θλίψη
η λέξη κύλησε ξανά
σαν μια μικρή σταγόνα
φθινοπωριάτικης βροχής
στην άμμο της σιωπής

ΜΥΘΟ….ΛΟΓΙΚΑ


ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ (ΑΘΑΝΑΣΙΑ)

Ω! πλαστική ψυχή
της επιστήμης τελευταία προσφορά
στο χειμαζόμενο απ΄ το άγχος γένος των ανθρώπων.
Δεν εξοντώνεσαι εύκολα απ’ το χρόνο.
Δε βαραίνεις, όπως το σίδερο,
από ενοχές και τύψεις.
Δε σκουριάζεις απ’ τα ανεμόβροχα του έρωτα.
Δεν ονειρεύεσαι δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία
και άλλα τέτοια συναφή. Δεν υποφέρεις.
Ούτε χρειάζεσαι το φως για να ανθίσεις.
Ίσως και να ΄σαι συ η απάντηση στου χρόνου τη φθορά
Το ελιξίριο της αθανασίας
Χαίρε!

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Και συ ω Έρωτα! αιώνιε θεέ!
δέχτηκες τόσα βέλη φαρμακερά
που έχεις πεθάνει από καιρό.
Μα δε σε θάβουμε να ησυχάσεις
και ν’ αναπαυθείς στην άλλη αιωνιότητα.
Από τραγούδι σε τραγούδι περιφέρουμε
το σκήνωμά σου
και σε προσκυνάμε στις πίστες των σκυλάδικων
ποδοπατώντας τ’ άνθη.

ΧΡΗΣΜΟΣ

Μεγάλη τύχη
είπε αργά και υποβλητικά η Πυθία
μέσα σε σύννεφα καπνού
μασώντας φύλλα πικροδάφνης.
Πήρα χαρούμενος τον αίσιο χρησμό
δίνοντας φιλοδώρημα γερό στους ιερείς.
Πήρα και φόρα
(το μέλλον μου λαμπρό με καρτερούσε)
κι… έσπασα το κεφάλι μου
γιατί πραγματικά σε λίγο
μπροστά μου υψώθηκαν μεγάλοι τοίχοι.

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ

Απέραντο φθινόπωρο στον εθνικό μας κήπο.
Κίτρινα λόγια πέφτουνε
απ’ τα κλαδιά των ποιημάτων
και σαπίζουν κάτω απ’ τις μπότες των περαστικών.
Συνταξιούχα οράματα στα άρρωστα παγκάκια
διαβάζουνε στην τελευταία σελίδα της «Ελπίδας»
τα αγγελτήρια του θανάτου τους.
Κάτι ερωτευμένα χελιδόνια
κάτι αποδημητικά φιλιά
κάτι γαλάζιες σκέψεις
σαλπάρανε με του Νοτιά το τρεχαντήρι
για τα ξένα.
Και μόνο μια άνοιξη γυμνόστηθη
στης ουτοπίας το ακρογιάλι περιμένει
τόσους αιώνες τώρα
τον Οδυσσέα που ξεχάστηκε
στην αγκαλιά της Κίρκης.

ΜΙΚΡΗ H (ΠΙΚΡΗ) ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Η θάλασσα μ’ όλα τ’ αστέρια στα μαλλιά της
καλπάζοντας στης γης την πλάτη
θα σε πάρει στη σκοτεινή της αγκαλιά
ολόκληρο
και πριν το φως χαράξει
θα σ’ αφήσει
κομματιασμένο
στην αμμουδιά της Ναυσικάς
που θα ΄ρθει
να διαμοιράσει τα κομμάτια σου
στους τέσσερις ανέμους.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Μα τι γύρευες χτες το βράδυ στον ύπνο μου
με τα ματόφυλλα κλειστά σαν κοχύλια
λησμονημένα
στην άμμο του καλοκαιριού
την ώρα που ο ήλιος βασιλεύει
η μέρα κρύβεται στις εσοχές των βράχων
και βγαίνει το φεγγάρι σταλάζοντας αίμα
και ταξιδεύει στο πέλαγο!
Τι γύρευες με το δάχτυλο τεντωμένο
δείχνοντας στο σκοτεινόν ορίζοντα
ένα φριχτό σημάδι που ολοένα μεγαλώνει!
Είναι η Σφίγγα, είπες,
δε νικήθηκε
πάντα παρούσα
γυρεύοντας απάντηση στο αίνιγμα ξαναγυρίζει.

Και οι θεοί μας αγάλματα
και σπασμένες κολώνες
και προτομές κλεισμένες στα μουσεία
κι οι ήρωές μας ζωγραφιές στα φύλλα των βιβλίων.
Κι εμείς αφήνοντας πίσω τα ναυάγια
και τα δάση τα σκοτεινά
όπου μήτε πουλί λαλούμενο βγήκε να κελαηδήσει
μήτε κλαδί τρεμάμενο στον άνεμο έβγαλε άνθος
αφήνοντας πίσω τη θυμωμένη θάλασσα
και τα νησιά τα κίτρινα με το σαράκι του ύπνου
και τις σπηλιές, τα σπίτια των τεράτων,
στεκόμαστε αντιμέτωποι του σκοτεινού εαυτού μας.
Και τα χιλιόμετρα καρφωμένα στα πόδια μας
σαν σαΐτες
και τα μελλούμενα σκοτεινά
και ο μάντης τυφλός δίχως δύναμη
σηκώνει τα χέρια ψηλά
και γίνονται τ’ άστρα λυχνάρια
στα χέρια των θεών που ’χάσαν τον παράδεισο.

Είμαστε η Σφίγγα είπες
κι έφυγες την ώρα που ο ήλιος
ανέβαινε στον Όλυμπο
απ’ τη σκοτεινή κοιλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου