Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Το διήγημα βραβεύτηκε στο διαγωνισμό του diavaseme.gr και δημοσιεύτηκε στη συλλογή 19 καινούργια βήματα εκδόσεις ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ


                                                            
                                                                           
 Εκείνο το πρωί ξύπνησε χαρούμενη. Μια σίγουρη ελπίδα μια τρυφερή αγαλλίαση είχε μπει μέσα στην ψυχή της και την έκανε να νιώθει δυνατή και ανάλαφρη λες και ξαφνικά το σώμα της είχε ξυπνήσει από μακρόχρονη νάρκη. Έφερε ένα γύρο το βλέμμα της στα παλιά έπιπλα, στους ξεθωριασμένους τοίχους, στις σκούρες κουρτίνες που κρύβανε τα παράθυρα και το σπίτι της φάνηκε σαν απολιθωμένο. Μόλις τώρα συνειδητοποίησε πως η φθορά του χρόνου, όσο κι αν προσπάθησε να την αποφύγει με την απομόνωση, ήταν εκεί και έδειχνε αφτιασίδωτο το πρόσωπό της. Πήγε και στάθηκε μπροστά στη ντουλάπα με τον μεγάλο καθρέφτη που τον είχε σκεπάσει μ΄ ένα λευκό σεντόνι.  Με χέρια που έτρεμαν ελαφρά τράβηξε αργά το σεντόνι και κοίταξε το είδωλό της που διαγραφόταν μέσα στο ξεφτισμένο γυαλί. «Ώστε δεν γέρασε μόνο το σπίτι» συλλογίστηκε με κάποια ταραχή κι έμεινε έτσι για λίγο προσπαθώντας να συνηθίσει την καινούργια εικόνα του εαυτού της, ενώ συνάμα δοκίμασε να νικήσει το δυσάρεστο ξάφνιασμα μ΄ ένα χαμόγελο που σχηματίστηκε αδέξια στο ρυτιδωμένο πρόσωπό της, καθώς σκεφτόταν  πως και κείνος θα ΄χε τώρα τις ρυτίδες του και ίσως να του είχαν πέσει λίγο και τα μαλλιά. Την περίμενε όμως πολλή δουλειά κι έτσι άφησε κατά μέρος τα ονειροπολήματα. Έπρεπε να ετοιμάσει το σπίτι για την υποδοχή. Ήταν τόση η βιασύνη της που δεν στάθηκε να ψήσει ούτε καφέ.
Κατά τις έντεκα ακούμπησε αποκαμωμένη σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι σφουγγίζοντας μ΄ ένα μαντίλι τις σταγόνες του ιδρώτα που κυλούσαν στο μέτωπό της˙ ωστόσο το σπίτι είχε γίνει αγνώριστο. Χαμογέλασε. «Θα ΄ναι σαν να βγήκε τη μέρα της γιορτής του να πάρει τσιγάρα από το περίπτερο της γειτονιάς και όπου να ΄ναι θα γυρίσει» είπε δυνατά σαν να μιλούσε σε κάποια φίλη της στο άλλο δωμάτιο. Το τηλεγράφημα που έλαβε χθες το έγραφε καθαρά. «Επιστρέφω αύριο, ώρα…». Μα τι ώρα έγραφε; Προσπάθησε να θυμηθεί! Έξι ή εφτά; Η ταραχή που της προκάλεσε η ξαφνική χαρά την έκανε να μην προσέξει καλά την ώρα της άφιξής του Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα να βρει το τηλεγράφημα. Το είχε αφήσει πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι προτού κοιμηθεί βυθισμένη στο πιο γλυκό όνειρο της ζωής της. Μα δεν το βρήκε. Πάνω στο κομοδίνο της χαμογελούσε η φωτογραφία του μέσα στην ξύλινη σκαλιστή κορνίζα που του είχε κάνει δώρο στην τελευταία επέτειο του γάμου τους που γιόρτασαν μαζί προτού έρθουν ένα βράδυ οι χωροφύλακες και τον πάρουν αλυσοδεμένο γιατί είχανε μάθει, λέει, ότι ήθελε να καταστρέψει την οικογένεια, την κοινωνία και την τάξη του κόσμου. Μετά έμαθε πως κατάφερε να δραπετεύσει και έφυγε κυνηγημένος για κάποια ξένη χώρα. Από τότε δεν είχε πάρει νέα του, ώσπου έφτασε χτες βράδυ αυτό το τηλεγράφημα για να σημάνει το τέλος της μοναξιάς και της καρτερίας της. Έψαξε απεγνωσμένα όλο το δωμάτιο μα το τηλεγράφημα είχε γίνει άφαντο, σαν να το άρπαξε κάποιο αόρατο χέρι ή σαν μην είχε υπάρξει ποτέ. Εκείνος εξακoλoυθoύσε να της χαμογελάει μέσα από την κoρνίζα του κι όταν  τον κοίταζε με αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια, σα να της μίλησε δίχως ταραχή, ήρεμα και με καλοσύνη.
"Μην πανικoβάλλεσαι  Eλένη! Δεν έχει σημασία η ώρα, αλλά η επιστροφή.Το ότι θα είμαστε πάλι μαζί όπως τότε ακέραιοι και ζωντανοί. Μην κάνεις λοιπόν έτσι! Μόνο κoίταξε να μου έχεις ετοιμάσει το αγαπημένο μου φαγητό και να΄ χεις βάλει κόκκινα τριαντάφυλλα στο τραπέζι".
Μετά απ΄ αυτό ησύχασε κι αφού τακτοποίησε πάλι το δωμάτιο και τα σεντόνια στο κρεβάτι γύρισε στην κουζίνα να ψήσει έναν καφέ και να ξεκουραστεί. Πρώτα όμως, επειδή ήθελε να είναι στο σταθμό, όταν θα έφτανε, πήρε ένα τηλέφωνο για να μάθει τι ώρα θα ερχόταν το τρένο. Της είπαν στις έξη κι όλα τακτοποιήθηκαν στην ανήσυχη ψυχή της.
Αφού ήπιε τον καφέ της συνέχισε τις προετοιμασίες. σιγoσφυρίζoντας παλιά αγαπημένα τραγούδια. Έβαλε όλη την τέχνη και την ικανότητά της για να μαγειρέψει. το φαγητό που του άρεσε κι αφού τελείωσε, άρχισε να στρώνει με επισημότητα το τραπέζι στην τραπεζαρία. Το χειροποίητο τραπεζομάντιλο με τα χρυσά κεντίδια που παρίσταναν κάτι παράξεvα πουλιά της μακρινής Ανατολής, τα ακριβά πορσελάνινα πιάτα, τα επάργυρα μαχαιροπήρουνα και τα κρυστάλλινα ποτήρια για το καλό κόκκινο κρασί, όλα δώρα συγγενών και φίλων για το γάμο τoυς, πήραν με τη σειρά τη θέση τους πάνω στο τραπέζι. Μετά βγήκε στην αυλή της κι έκοψε απ' τη μεγάλη τριανταφυλλιά, το μόνο λουλούδι που καλλιεργούσε, τρία μεγάλα κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Τα έβαλε στο βάζο και το ακούμπησε στη μέση του τραπεζιού. ‘Όλα είχαν γίνει όπως του άρεσε, με αγάπη και φροντίδα. Τώρα απόμενε μόνο να ετοιμαστεί και η ίδια. Φόρεσε το καλό τη φόρεμα, δικό του δώρο, που το είχε από το πρωί έξω για να ξεμυρίσει απ΄ τη ναφθαλίνη και χτένισε τα μαλλιά της κότσο, γιατί της πήγαινε πολύ αυτό το χτένισμα. "κάνε κότσο τα μαλλιά σου, να φανεί η αρχοντιά σου" συνήθιζε να της λέει, όταν στολιζόταν για να πάνε σε κάποια φιλική γιορτή ή να βγουν έξω να διασκεδάσουν.
Αφού ετοιμάστηκε έριξε μια ματιά στον καθρέφτη της και χαμογέλασε ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Είχε πλέον συμφιλιωθεί με την εικόνα του εαυτού της, έτσι όπως την είχε φτιάξει ο χρόνος. "Δεν είμαι δα και κανένα κοριτσόπουλο" σκέφτηκε κι αμέσως ένιωσε σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Το κουδούνισμα του ρολογιού την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη. Είχε βάλει το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις πέντε και απόρησε πως πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά στο στήθoς της. Με χέρια που έτρεμαν ελαφρά έφτιαξε λίγo τα μαλλιά της, όχι ότι ήθελαν φτιάξιμο, αλλά το έκανε έτσι από συνήθεια, πήρε την τσάντα της κι έτρεξε στη στάση του λεωφορείoυ. Έφτασε στο σταθμό λίγο πριν τις έξι κι ανέβαινε τις σκάλες για να βγει στην προβλήτα, όταν τα μεγάφωνα ανήγγειλαν «η αμαξοστοιχία 307 από το εξωτερικό εισέρχεται εντός ολίγων λεπτών στο σταθμό μας». Έφτασε επάνω λαχανιασμένη και καθώς το τρένο δεν είχε φανεί ακόμα, "εντός ολίγων λεπτών" είπε το μεγάφωνο, κάθισε σ΄ ένα παγκάκι να πάρει μιαν ανάσα. Σε λίγο ακούστηκε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα κι ένας θόρυβος που συνέχεια μεγάλωνε. Σηκώθηκε. Το τρένο έμπαινε στο σταθμό κόβοντας ταχύτητα και κάνοντας τη γη να τρέμει ή μήπως ήταν τα πόδια της που έτρεμαν; Σταμάτησε μπρoστά της και μόλις άνοιξαv οι πόρτες ένα πολύχρωμο πλήθος ξεxύθηκε από μέσα. Αλητοτουρίστες με βρώμικα ρούχα και ταξιδιωτικούς σάκους στην πλάτη σαν σαμάρια, φοιτητές με εφημερίδες στα χέρια και βαλίτσες, oικoγένειες με παιδιά που φώναζαν στριγγλιάρικα. Κάπου ανάμεσα τους μοναχικός και περήφανος θα ήταν κι αυτός και θα κοίταζε ανυπόμονα τριγύρω του για να τη δει. Κι αυτή πήγαινε πάνω κάτω ανάμεσα στο πλήθος προσπαθώντας να τον αναγνωρίσει. Σιγά- σιγά ο σταθμός άδειασε ο κόσμος έφευγε από τις εξόδους. Tελευταίo έφυγε ένα ζευγάρι νέων αγκαλιασμένο κι έμεινε μόνη της. Αυτή, το άδειο τρένο και οι εργάτες που δούλευαν στις γραμμές. "Ώστε δεν ήρθε! γιατί όμως; Έμεινε λίγο ακίνητη πρoσπαθώντας να βρει μια ελπιδοφόρα απάντηση σ' αυτή την αμείλικτη ερώτηση και τη βρήκε. «Το λεωφορείο» φώναξε «ήρθε με το λεωφορείο» και κουτρουβάλησε τις σκάλες κινδυνεύοντας να τσακιστεί για να πάει στο μέρος που σταθμεύουν τα λεωφορεία.
Και η αλήθεια ήταν πως ένα λεωφoρείo είχε φτάσει στις έξι από το εξωτερικό, αλλά ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε φύγει. «Δεν με είδε και έφυγε για το σπίτι μόνος του, πρέπει να τον προλάβω».
Πήρε ένα ταξί κι αφού επιτέλoυς κατάφερε να πει στον ταξιτζή τη διεύθυνση και να τον παρακαλέσει να κάνει όσο μπορούσε πιο γρήγορα, προσπάθησε να ηρεμήσει. Θα τον εύρισκε στο κατώφλι τoυ σπιτιού να χτυπάει το κουδούνι και να περιμένει ν' ανoίξει n πόρτα. Θα πλησίαζε αθόρυβα κι όπως εκείνος δε θα πρόσεχε πίσω του, θα του έκλεινε τα μάτια με τις παλάμες της και… «Φτάσαμε κυρία!» την ξάφνιασε ο ταξιτζής. Πλήρωσε τον οδηγό, κατέβηκε από το ταξί και πλησίασε αργά, έβγαλε το κεφάλι της από τη γωνία για να κoιτάξει την είσοδο και δεν είδε κανέναν. Ξεκλείδωσε την πόρτα, μπήκε μέσα κι έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα. «Μα γιατί δεν ήρθε, γιατί!» ρωτούσε και ξαναρωτoύσε μα αυτή τη φορά δεν μπορούσε να βρει απάντηση, ώσπου θυμήθηκε το πρωινό επεισόδιο με το τηλεγράφημα, το μπέρδεμα της ώρας. «Μα ναι! βέβαια! Θα ήταν για τις εφτά και όχι για τις έξη. Κάθε μια ώρα έρχεται λεωφορείο από το εξωτερικό, έτσι μου είπε ο υπάλληλος του σταθμού όταν τον ρώτησα». Τώρα όμως δεν προλάβαινε να πάει πάλι στο σταθμό. Θα του εξηγoύσε και κείνος θα καταλάβαινε και θα τη συγχωρούσε που δεν θα τον περίμενε εκεί.
«Nαι! καλύτερα εδώ στο σπίτι μας, από δω που τoν πήραν μέσα από τα xέρια μου, εδώ να τον ξανασφίξω στην αγκαλιά μου και να τον υποδεχτώ».
Τικ-τακ, τικ-τακ το ρολόι κλωτσούσε τα λεπτά στην άβυσσο του παρελθόντος, η ώρα περνούσε.
«Πρέπει να σερβίρω το φαγητό και να βάλω κρασί στα ποτήρια, θα ναι κoυρασμένoς από το ταξίδι και πρέπει να φάει και να πιει» ψιθύρισε σα μάνα που νoιάζεται για το παιδί της.
Αφού τελείωσε κoίταξε πάλι το ρολόι. ο μικρός δείκτης σημάδευε το εφτά και ο μεγάλος προσπερνούσε αργά το δώδεκα. Μια ολοκληρωτική και παντοδύναμη γαλήνη την κυρίεψε τότε. Μια απρόσβλητη βεβαιότητα στερέωσε τα πόδια της κι έκανε την καρδιά της να ξαναβρεί κανονικό της ρυθμό. Τα χέρια της δεν έτρεμαν πια  και η σκέψη της ήταν ξάστερη σαν το νερό της λίμνης που καθρεφτίζει τον ουρανό και τον ήλιο.
«Είναι στο δρόμο, έρχεται, κανείς δεν μπορεί να τον εμποδίσει να έρθει κοντά μου και κανείς δεν μπoρεί πια να τον πάρει από μένα».
Δυνατά και επίμoνα χτυπήματα στην πόρτα πυροδότησαv το κορμί της. Γύρισε το πόμολο και άνoιξε. Ένας νέος άντρας αλαφιασμένος και ιδρωμένος γέμισε ίσαμε πάνω την είσοδο του σπιτιού.
-Ήρθες επιτέλους! ψιθύρισε συγκινημένη κι έγειρε το κεφάλι της στο στήθος του. Eκείνoς την παραμέρισε μαλακά και μπήκε μέσα κλείνοντας βιαστικά την πόρτα.
-Κυρία πρέπει να με κρύψετε της είπε ικετευτικά πιάνοντάς την από τα μπράτσα, με ψάχνουν οι χωροφύλακες, με κυνηγούν...
-Είσαι όμορφος ψηλός και δυνατός όπως τότε συνέχισε εκείνη. Δεν άλλαξες καθόλου. Πώς κατάφερες κι έμεινες έτσι νέoς; Εγώ βλέπεις, έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένη, γέμισα ρυτίδες. Μα έλα! τον έπιασε απ' το χέρι και τον οδήγησε στην τραπεζαρία, το φαγητό θα κρυώσει.
-Μα κυρία με κυνηγούν, επανέλαβε ο νέος άντρας, καθώς τον έβαλε να καθίσει στο τραπέζι μπροστά στο πιάτο με το ζεστό φαΐ, θέλουν να με συλλάβουν.
-Πάνε, πέρασαν αυτά τώρα πια, πρέπει να τα ξεχάσεις. Δεν πρέπει να θυμάσαι το παρελθόν. Από δω και πέρα θα είμαστε πάντα μαζί και κανείς δεν θα μπορεί πια να μας χωρίσει. Ειρήνη! Έχουμε ειρήνη! άρχισε τώρα να τρως και το κρασί είναι γλυκό και παλιό όπως σου αρέσει.
Καινούρια χτυπήματα στην πόρτα, πιο δυνατά και πιο επίμονα έκαναν τον νέο άνδρα να πεταχτεί όρθιος.
Αυτοί είναι, με ανακάλυψαν!
Έκανε να φύγει από την πίσω πόρτα, μα δεν πρόλαβε. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο καθώς έσπασε το κρύσταλλο και δυο αστυνομικοί όρμησαν μέσα με τα περίστροφα στο χέρι.
-Ακίνητος φώναξαν και οι δύο μαζί και τα πιστόλια σημάδεψαν ίσια στο στήθος του.
- Αυτός είναι γρύλισε ο ένας και…
-Ναι! Συμπλήρωσε ο άλλος και ετοίμασε τις χειροπέδες.
Αυτή τότε παραμέρισε την καρέκλα της, όρθωσε το κορμί της, μπήκε ανάμεσά τους και όρμησε καταπάνω τους φωνάζοντας.
-Δεν θα σας αφήσω να μου τον πάρετε αυτή τη φορά. Είναι δικός μου και όχι δικός σας.
Έπεσε επάνω τους προσπαθώντας να τους ρίξει στο πάτωμα. Ένα περίστροφο εκπυρσοκρότησε. Τινάχτηκε πίσω και έπεσε στα γόνατα. Αίμα άρχισε να κυλάει από το στήθος της. Οι αστυνομικοί αλληλοκοιτάχτηκαν ξαφνιασμένοι, ενώ ο νέος άνδρας έφευγε από την πόρτα της κουζίνας.
Μας έφυγε! Βλαστήμηξαν και οι δύο κι όρμησαν ξωπίσω του, ενώ η γυναίκα πεσμένη στο πάτωμα κοιτούσε το αίμα της που έτρεχε σαν ρυάκι. Έπιασε λίγο με τη χούφτα της και ψιθυρίζοντας «είναι κόκκινο και γλυκό το κρασί, το είχα φυλάξει για σένα, για να γιορτάσουμε την επιστροφή σου. Δοκίμασέ το θα σου αρέσει» σωριάστηκε στο πάτωμα και έμεινε ακίνητη.
Το φαγητό στο τραπέζι άρχισε να κρυώνει κι ο αέρας που μπήκε απότομα απ΄ τη σπασμένη πόρτα άρπαξε ένα τριαντάφυλλο και το έριξε πάνω στο ματωμένο στήθος της γυναίκας που κειτόταν ακόμα ακίνητη στο πάτωμα.

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Μια φιλική ματιά στο «Δελτίο Καιρού» της Φανής Αθανασιάδου
Φίλες και φίλοι των Ιδεοκυμάτων καλησπέρα σας. Σας καλωσορίζουμε στην αποψινή μας εκδήλωση με την οποία εγκαινιάζουμε την φετινή περίοδο και είναι αφιερωμένη στην καινούργια ποιητική συλλογή της Φανής Αθανασιάδου. Όλοι εμείς εδώ στα Ιδεοκύματα είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι και περήφανοι, γιατί απόψε θα έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε και να συνοδεύσουμε με όμορφα τραγούδια τα νεογέννητα ποιήματα της αγαπητής μας Φανής που έρχονται στο φως έπειτα από μια παρατεταμένη πνευματική κυοφορία. Το «δελτίο καιρού» όπως είναι ο τίτλος της συλλογής της Φανής είναι εδώ και καθώς μπαίνουμε στον Χειμώνα, όχι μόνο στον φυσικό αλλά κυρίως στον άλλο που έχει γεννήσει η οικονομική, κοινωνική και πνευματική κρίση που βιώνουμε είναι όχι μόνο επίκαιρο αλλά και αναγκαίο για να μας βοηθήσει με τη δύναμη και την ενέργεια που κρύβει μέσα της η τέχνη να οξύνουμε το βλέμμα μας, να διεισδύσουμε στην πραγματικότητα κοινωνική και προσωπική και να «φωτίσουμε τις αιτίες που μας αφήνουνε μισούς», όπως λέει κι ένας από τους πιο εμπνευσμένους στίχους του Σαββόπουλου.
Δελτίο καιρού λοιπόν. Ενός όπως γράφει και η ίδια η ποιήτρια στο κείμενο που συνοδεύει τη συλλογή της «προσωπικού καιρού» συναισθηματικών αποχρώσεων, μετωπικών κοινωνικο-πολιτικών ρευμάτων και υπαρξιακών μεταπτώσεων. Ένα ταξίδι ζωής δηλαδή. Κι εμείς απόψε συνταξιδιώτες σε αυτό το ταξίδι θα μοιραστούμε μαζί της βιώματα, στοχασμούς, αγωνίες αλλά και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο με περισσότερη ηλιοφάνεια και ανθρωπιά.
Η Φανή Αθανασιάδου , ώριμη πια και έχοντας κατακτήσει τα εκφραστικά της μέσα ώστε να δημιουργήσει το προσωπικό της ύφος συνδυάζει περίτεχνα μορφή και περιεχόμενο σε ολιγόστιχα και αφηγηματικά κατά κανόνα ποιήματα που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο που ζώντας μέσα σε ένα κατακερματισμένο και αποπροσανατολιστικό κοινωνικό γίγνεσθαι παλεύει μάταια να συμφιλιωθεί με την εικόνα του εαυτού του έτσι όπως πλάθεται και προβάλλεται από τις κυρίαρχες αξίες ενός ψυχοφθόρου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος.
Η ποίησή της είναι συνάμα υπαρξιακή και πολιτική. Αντιλαμβάνεται και εξετάζει τον άνθρωπο όχι μόνο ως ατομική ύπαρξη που βιώνει τα προσωπικά του προβλήματα σε κάποιο ομιχλώδη εσωτερικό κόσμο αλλλά ως υποκείμενο μιας συλλογικής ζωής που παλεύει να ορίσει την ταυτότητά του και τη θέση του μέσα σε μια αφιλόξενη και άγονη κοινωνική πραγματικότητα. Αντικρουόμενα αισθήματα και συνθήματα, κουραστικές πορείες μεταπτώσεων, μηχανοδηγοί τρένων που δεν συναντήθηκαν ποτέ, κλειστά παραθυρόφυλλα που εμποδίζουν τη σκέψη, ο φόβος ότι η συνήθεια μπορεί να κάνει ανούσιες τις συνευρέσεις των φίλων αποκαλύπτουν ότι η αποξένωση είναι πλέον υπαρκτή και η αλλοτρίωση έχει παγιδέψει τις ανθρώπινες σκέψεις και σχέσεις. Οι άνθρωποι θα ήθελαν να είναι κάτι άλλο αλλά δεν είναι. Αλλοτριωμένοι μέσα σε ένα πλέγμα αποσαθρωμένων κοινωνικών σχέσεων αρκούνται σε φτηνά υποκατάστατα, όπως ο κύριο Σμιθ στο ποίημα με τον υπαινικτικό τίτλο ¨καιρός» που αρκείται σε μια εντυπωσιακή εξωτερική εμφάνιση με πανάκριβο κοστούμι και ομπρέλα από το Λονδίνο ενώ «έξω βρέχει ακόμα.»
Ακόμα και ο έρωτας είτε μένει μια απλή ανέκφραστη επιθυμία είτε περιορίζεται στην υλική του διάσταση, είτε φυλλορροεί μέσα στην αδυναμία μιας ουσιαστικής, ζεστής και ειλικρινούς επικοινωνίας είτε καταβυθίζεται από το φόβο της απόρριψης.
Το πολιτικό στοιχείο κάνει έντονη την παρουσία του επίσης σε κάποια ποιήματα στα οποία καταγγέλλεται η αυταρχική εξουσία που με πρόσχημα την ασφάλεια των πολιτών από φανταστικούς κινδύνους περιστέλλει τις ελευθερίες τους και προσπαθεί να εξουδετερώσει τους αντιφρονούντες και η ειρήνη απειλείται συμβολικά και πραγματικά από μανισμένα πλήθη, σφαίρες και σειρήνες που αναγγέλλουν επερχόμενους πολέμους. Πιστεύω ότι τα ποιήματα της Φανής δεν είναι απαισιόδοξα, δεν εμφορούνται από ένα μηδενιστικό πεσιμισμό. Αντίθετα είναι ξυπνητήρια που θέλουν να αφυπνίσουν τη συνείδησή μας, να μας προσφέρουν γόνιμο έδαφος στοχασμού ώστε να αντιδράσουμε στον εφησυχασμό και την παραίτηση.
Στην ποίηση της Φανής Αθανασιάδου ο φιλοσοφικός στοχασμός και ο κοινωνικός πολιτικός ψυχολογικός προβληματισμός, δεν εκφράζεται με αφηρημένες έννοιες αλλά με δυνατές ποιητικές εικόνες που με ζωντάνια και παραστατικότητα χτίζουν μικρές αφηγήσεις όπου πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος. Άλλοτε βρίσκουμε το ποιητικό υποκείμενο σε πρώτο πρόσωπο να εκμυστηρεύεται προσωπικά βιώματα, αναζητήσεις και συμπεριφορές όπως πχ. να στέκεται μπροστά σε ένα καθρέφτη και να σχηματίζει το όνομά του ή να αντιτάσσει τη σιωπή στις σφαίρες ή να ξεκαρδίζεται στα γέλια γυρεύοντας να απαντήσει στο ερώτημα τι είναι η ζωή κι άλλοτε το τρίτο ενικό και πληθυντικό να πρωταγωνιστούν σε προσωπικά ή συλλογικά δράματα (χρησιμοποιώ τη λέξη με την κυριολεκτική της σημασία) με ιδιαίτερη προτίμηση στο θηλυκό γένος, Η Νιόβη η Μήδεια αλλά και άλλες ανώνυμες γυναικείες υπάρξεις φέρνουν στην επιφάνεια τους προβληματισμούς της ποιήτριας για τη θέση της γυναίκας σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία και τους ρόλους που καλείται να παίξει ως σύντροφος ή ερωμένη ή συμμέτοχος των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Η παρουσία του β΄ προσώπου είναι σπάνια και πάντα σε συνάρτηση με το το α΄ . Δεν λείπει όμως και το συλλογικό εμείς που έρχεται να υποδηλώσει ότι η κοινωνικότητά μας έστω κι αν τραυματίζεται από πάθη, συμφέροντα ή αστοχία της σκέψης δεν παύει να μας ενώνει σε μια κοινή πορεία και σε μια κοινή αναζήτηση.
Εκτός από τα πρόσωπα υπάρχουν και τα πράγματα, το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι άνθρωποι και που φορτίζονται με ποικίλες σημασίες καθώς οι συμβολισμοί και οι συνυποδηλώσεις είναι παρούσες σε κάθε ποίημα. ¨ένα ποτάμι πχ. που ρέει δίπλα μας σε αιώνιους κυματισμούς» για να μας θυμίσει ίσως τις δικές μας εφήμερες σχέσεις ή και την ίδια μας την ύπαρξη που γίνεται βορά ενός αδηφάγου και φθοροποιού χρόνου ή ένα παραθυρόφυλλο κλειστό που εμποδίζει τη σκέψη να απλωθεί σε νέους ορίζοντες.
Και αφού η ποίηση είναι η τέχνη των λέξεων και ο τρόπος που τη χειριζόμαστε οδηγεί στην αισθητική ή όχι απόλαυση και συγκίνηση θα πω λίγα λόγια και για τα εκφραστικά της μέσα.
Η γλώσσα τη Φανής είναι απαλλαγμένη από περιττά εκφραστικά στολίδια, στοχεύει στη ουσία και γι αυτό χρησιμοποιεί κυρίως ρήματα και ουσιαστικά. Δεν χάνει όμως την ποιητική της δύναμη γιατί η έντονη εικονοποιϊα και δραματικότητα την κάνει παραστατική και της προδίδει μία θεατρικότητα. Πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε θεατές σε μικρά θεατρικά μονόπρακτα. Ίσως αυτό να εξηγείται και από την αγάπη της Φανής για το Θέατρο. Η ελλειπτικότητα που άλλωστε δικαιολογεί και την μικρή έκταση των ποιημάτων της μας προσκαλεί και προκαλεί ταυτόχρονα να γίνουμε συμμέτοχοι στην ποιητική περιπέτεια και να συμπληρώσουμε εμείς τα όποια κενά ή να δώσουμε τη συνέχεια με τη δική μας ερμηνεία. Αυτός είναι και ο στόχος, η συγκίνηση δηλαδή με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Η Φανή έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα του μοντερνισμού χρησιμοποιεί σε πολλά ποιήματά της τους συνειρμούς της σκέψης καθώς μετακινείται με μια αξιοθαύμαστη και συναρπαστική ευρηματικότητα μέσα στο χώρο και στον χρόνο. Από τη Βρετάνη όπου βρέχει μας μεταφέρει στην Κίμωλο όπου ζευγαρώνουν τα πουλιά κι από τον ουρανό όπου Ο Άλφα του Κενταύρου πολιορκεί την Κασσιόπη στην κουζίνα όπου τα πυρίμαχα σκεύη αποδεικνύουν την αναγκαιότητά τους στη μαγειρική. Τελικά παρότι το ύφος είναι λιτό και απλό το αισθητικό αποτέλεσμα είναι πλούσιο και συναρπαστικό.
Επειδή όμως αυτά που μας λέει η ποίηση δεν μπορεί να τα πει καμία εισήγηση όσο σοφή κι αν είναι, γιατί η ποίηση απευθύνεται στην καρδιά, ενώ η κριτική στη σκέψη, θα συνεχίσουμε με την ανάγνωση κάποιων ποιημάτων της Φανής από εμάς τους φίλους της που θα συνοδεύονται κι από κάποια από τα αγαπημένα της τραγούδια που παρά τον ερασιτεχνισμό μας ετοιμάσαμε με πολύ μεράκι για να της τα αφιερώσουμε.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας και καλή ακρόαση.